- εύκουρος
- εὔκουρος, -ον (Α)ο κουρεμένος καλά ή τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκούρων — εὔκουρος well shorn masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek